Εσένα που σε χάιδεψε της λευτεριάς η αύρα
περήφανη πρώτη φορά πάνω στην Αγια Λαύρα
Εσέ, που χέρι σε ύψωσε τρισάγιο και βροντήσαν
οχι φωνές, μα τουφεκιές, όταν σε χαιρετήσαν
οι τουφεκιές παλληκαριών, που εμπρός σου αντρειωμένα
γονάτισαν και ορκίστηκαν να πέσουνε για σένα.
Εσένα, που σε κοίταζαν μάννες, που στο'να χέρι
βαστούσαν βυζανιάρικα και στο άλλο το μαχαίρι.
Εσέ που όταν σ'αντίκρυσαν οι γέροι ξανανειώσαν
και μ'άρματα τη μέση τους την κουρασμένη ζώσαν.
Εσέ, ποια ανθρώπινη φωνή μπορεί να ιστορήση
την ξακουσμένη δόξα σου και να την τραγουδήσει;
Εσύ δεν είσαι από πανιού λωρίδα καμωμένη,
είσαι από αίμα και καπνούς και από φωτία βγαλμένη.
Εσύ πετούσες σαν αϊτός πάνω από ηρώων κεφάλια,
σελάγισες σε πέλαγα, σε κάμπους, σ'ακρογιάλια.
Πάνω από νίκες άμετρες το φλάμπουρό σου εστήθη
και πάντα δρόμο σ'άνοιγαν μεσ'των εχθρών τα πλήθη,
τα χέρια που σ'εβάσταγαν, τ'αντρειωμένα χέρια,
για να σε μπήξουν σε κορυφές, σ'απάτητα λημέρια,
για να σε ιδούν από ψηλά, ψηλά απ'της γης το χώμα,
τόσο ψηλά, που τ'ουρανού επήρες πια το χρώμα.
Γεώργιος Σημηριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου